- καθυποτάσσω
- (AM καθυποτάσσω, Α αττ. τ. καθυποτάττω)(επιτατ. τού υποτάσσω) υποτάσσω κάτι ή κάποιον εντελώς, υποδουλώνω, κατακυριεύωμσν.-αρχ.συμπληρώνω, επισυνάπτω, προσαρτώαρχ.πάπ. καθυπογράφω, προσυπογράφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-τάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.